Διαταραχή αυτιστικού φάσματος (ΔΑΦ), είναι μία νευροβιολογική αναπτυξιακή διαταραχή. Η διάγνωση της γίνεται συνήθως στην ηλικία των 3 ετών, ωστόσο είναι δυνατή ήδη από τους 18 ή ακόμα και τους 12 μήνες. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά επίσημα το 2013 για να περιγράψει και να περικλείσει ένα σύνολο αναπτυξιακών διαταραχών όπως η αυτιστική διαταραχή, το σύνδρομο Rett, η παιδική αποδιοργανωτική διαταραχή, το σύνδρομο Asperger και ο άτυπος αυτισμός. Αφορά σε ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού σε παγκόσμια κλίμακα. Τα συμπτώματα των διαταραχών αυτών διαφέρουν σε είδος και ένταση. Σε γενικές γραμμές, περιλαμβάνουν διαταραχές στην επικοινωνία, αποκλίσεις στις γλωσσικές και κοινωνικές δεξιότητες καθώς και αντίσταση σε οποιαδήποτε αλλαγή, δυσκολία στην προσαρμογή και εμμονή σε μια καθορισμένη ρουτίνα.
Πολλοί άνθρωποι συχνά συνδέουν τη Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος με τη ΔΕΠΥ. Οι δύο παθογένειες δεν ταυτίζονται σε καμία περίπτωση ενώ τα γνωρίσματα τους είναι εντελώς διαφορετικά. Ένα παιδί που έχει διαγνωστεί με ΔΑΦ δεν έχει απαραίτητα ΔΕΠΥ και το αντίστροφο. Μπορεί να υπάρξει συννοσηρότητα, δηλαδή ταυτόχρονη ύπαρξη των δύο διαταραχών, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Τα κύρια χαρακτηριστικά του υπερκινητικού συνδρόμου (ΔΕΠΥ) είναι η υπερκινητικότητα, η αδυναμία συγκέντρωσης και προσοχής και η παρορμητική συμπεριφορά. Τα χαρακτηριστικά αυτά συχνά οδηγούν σε επιθετικότητα και ανάρμοστες ηλικιακά αντιδράσεις.
Τα ακριβή αίτια της ΔΑΦ δεν είναι γνωστά. Πληθώρα επιβαρυντικών παραγόντων έχουν ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση περιπτώσεων που εντάσσονται στο φάσμα του αυτισμού. Κανένας από αυτούς, ωστόσο, δε μπορεί να στοχοποιηθεί με ασφάλεια. Οι κυριότεροι εξ’ αυτών αφορούν σε γενετικούς παράγοντες και χρωμοσωματικές ή κυτταρογενετικές ανωμαλίες καθώς και σε περιβαλλοντικές επιδράσεις.
Η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος έχει ένα ευρύ φάσμα. Συγχρόνως, εμφανίζει μεγάλες διαφοροποιήσεις από παιδί σε παιδί, τόσο στο είδος όσο και στην ένταση των συμπτωμάτων. Σε γενικές γραμμές, τα παιδιά που παρουσιάζουν διαταραχή αυτιστικού φάσματος έχουν συνήθως δυσκολίες στην ομιλία, την επικοινωνία, και την κατανόηση του λόγου, αποκλίσεις στις κοινωνικές τους δεξιότητες, στην αλληλεπίδραση με τον κοινωνικό τους περίγυρο καθώς και στην εκτέλεση εντολών και ρύθμισης της προσοχής. Τα γνωρίσματα αυτά μπορεί να είναι εμφανή ήδη από την ηλικία των 6 μηνών. Έτσι, η πρώιμη παρέμβαση και η έγκαιρη διάγνωση παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη του παιδιού.
Καθώς οι διαταραχές αυτιστικού φάσματος εμφανίζουν μια τεράστια ποικιλία γνωρισμάτων που αφορούν τη γενικότερη νευροαναπτυξιακή εξέλιξη του παιδιού, είναι απολύτως απαραίτητη η διεπιστημονική προσέγγιση του προβλήματος. Για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και τη γενικότερη βελτίωση του επιπέδου ζωής ενός παιδιού με αυτισμό ενδέχεται να κριθεί απαραίτητη τόσο η λογοθεραπευτική και εργοθεραπευτική παρέμβαση όσο και η ψυχολογική υποστήριξη.