Ο τραυλισμός αποτελεί μια διαταραχή στη ροή της ομιλίας του ατόμου. Συνήθως εκδηλώνεται με επαναλήψεις ήχων στην αρχή της λέξης, επαναλήψεις συλλαβών και μονοσύλλαβων λέξεων, μπλοκς, παύσεις μέσα σε μια λέξη ή αντίθετα επιμηκύνσεις των ήχων καθώς και με τη χρήση περιφράσεων προκειμένου να αποφευχθούν οι λέξεις στις όποιες εντοπίζεται το πρόβλημα. Σε περιπτώσεις τραυλισμού, μπορεί να εμφανίζονται συσπάσεις προσώπου και μυϊκή ένταση ή να περιορίζεται η βλεμματική επαφή. Συγχρόνως δημιουργούνται αρνητικά συναισθήματα όπως φόβος, θυμός, ντροπή, ανησυχία και απογοήτευση, τα οποία επηρεάζουν τις κοινωνικές σχέσεις και την επικοινωνία.
Ο τραυλισμός είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή στη ροή της ομιλίας. Η ύπαρξη νευρολογικού υπόβαθρου στα περιστατικά τραυλισμού είναι δεδομένη. Αν και η αιτιολογία του δεν είναι πλήρως καθορισμένη, ωστόσο φαίνεται πως υπάρχει γενετική κληρονομιά και προδιάθεση για τραυλισμό. Σε κάθε περίπτωση, η εκδήλωση του εξαρτάται άμεσα από τις εμπειρίες του ατόμου.
Ο τραυλισμός τείνει να εκδηλώνεται μεταξύ του 2ου και 5ου έτους της ζωής του παιδιού ενώ μπορεί να έχει προηγηθεί διάστημα φυσιολογικής ομιλίας. Στην παιδική ηλικία είναι συχνό φαινόμενο να υπάρχουν φάσεις ύφεσης και έξαρσης των συμπτωμάτων (το παιδί τραυλίζει έντονα για 2 εβδομάδες και έπειτα δεν τραυλίζει καθόλου για 1 μήνα). Πολύτιμο στοιχείο για την έκβαση του τραυλισμού, θεωρείται η γνώση της πρώτης εμφάνισης του. Επομένως όσο επιμένουν και παγιώνονται τα συμπτώματα μέσα στα χρόνια, τόσο δυσκολότερη είναι η αντιμετώπιση του.
Η θεραπευτική παρέμβαση στον τραυλισμό αφορά τόσο στα ορατά όσο και στα υποκείμενα συμπτώματα του. Έτσι, το θεραπευτικό πρόγραμμα δομείται, λαμβάνοντας υπόψη πολλούς παράγοντες (Οργανικοί, Γλωσσικοί, Ψυχολογικοί, Περιβαλλοντικοί) του παιδιού ή εφήβου. Ο λογοθεραπευτής λοιπόν και η διεπιστημονική ομάδα, δεν περιορίζεται μόνο στην αντιμετώπιση των στοματικών συμπτωμάτων του τραυλισμού, αλλά θα πρέπει να έχει μια πιο ολιστική προσέγγιση της διαταραχής, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της.
Η πρώιμη και έγκαιρη παρέμβαση στην παιδική ηλικία είναι κρίσιμη για την εξέλιξη της δυσκολίας, ωστόσο ο τραυλισμός επιδέχεται σημαντικής βελτίωσης και στους έφηβους ή ενήλικες.